κομισάριος

κομισάριος
ο (Μ κομμισάριος)
επίτροπος, πληρεξούσιος
νεοελλ.
1. μέλος τής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τής Κομισιόν
2. φρ. «κομισάριος τού λαού»
(προπολεμικά στην ΕΣΣΔ) μέλος τής κυβέρνησης, υπουργός
μσν.
επιστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. commissario < μτγν. λατ. commissarius Η λ. με σημ. «μέλος τής επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» (< γαλλ. commissaire (< μτγν. λατ. commissarius)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • κομμισάριος — κομμισάριος, ὁ (Μ) βλ. κομισάριος …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Ζντάνοφ, Αντρέι Αλεξάντροβιτς — (Andrei Aleksandrovich Zhdanov, Μαριούπολη 1896 – Μόσχα 1948). Ουκρανός πολιτικός. Αναμείχθηκε στο επαναστατικό κίνημα το 1912 και το 1916 έγινε μέλος της τοπικής επιτροπής της πόλης Τβέρο. Μετά την επανάσταση του 1917 εξελέγη μέλος της επιτροπής …   Dictionary of Greek

  • Κέστλερ, Άρθουρ — (Arthur Koestler, Βουδαπέστη 1905 – 1983). Βρετανός συγγραφέας, ουγγροεβραϊκής καταγωγής. Έζησε μια πολυτάραχη ζωή, στην οποία σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η περίοδος κατά την οποία ήταν μέλος του Γερμανικού Κομουνιστικού Κόμματος. Ο Κ. αποχώρησε… …   Dictionary of Greek

  • Κριλένκο, Νικολάι Βασίλιεβιτς — (Nikolai Vasilyevich Krylenko, 1885 – 1938). Ρώσος στρατηγός και πολιτικός. Κατά την προεπαναστατική διαμάχη μεταξύ των μενσεβίκων και των μπολσεβίκων του Κομουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας, προσχώρησε στους δεύτερους και, μετά το 1917, του… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Ορτζονικίτζε, Γρηγόριος Κωνσταντίνοβιτς — (Grigory Konstantinovich Ordzhonikidze, 1886 – 1937). Σοβιετικός πολιτικός. Οπαδός του Λένιν, πήρε δραστήρια μέρος στην επανάσταση του Καυκάσου (1905 1907). Για την επαναστατική του δράση συνελήφθη πολλές φορές από τη τσαρική αστυνομία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”